κεραμικός

κεραμικός
κερᾰμ-ῐκός, ή, όν,
A of or for pottery, γῆ κ. potter's earth, Hp.Int.7, cf. Sannyr.4; κ. ῥύμη, = Κεραμεικός, Ar. Ec.4;

κ. κέραμος IG42(1).102.281

(Epid., iv B.C.);

ὁ κ. τροχός Str.7.3.9

; κ. μάστιξ, Com.Phrase for ostracism, Com.Adesp.33;

ἐργαστήριον PFlor.50.68

(iii A.D.); ἡ -κή (sc. τέχνη) the potter's art, pottery, Pl.Plt.288a; v. κεραμεικός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραμικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμικός — Βλ. λ. Κεραμεικός. * * * ή, ό (ΑΜ κεραμικός, ή, όν) [κέραμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του («γῆ κεραμική» χώμα κατάλληλο για το έργο τού κεραμέα, Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής… …   Dictionary of Greek

  • κεραμικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη του κεραμέα ή στο κεραμίδι. 2. το θηλ., κεραμική ως ουσ. σημαίνει την τέχνη του κεραμέα: Η κεραμική χρειάζεται ειδικούς τεχνίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμικά — κεραμικός of neut nom/voc/acc pl κεραμικά̱ , κεραμικός of fem nom/voc/acc dual κεραμικά̱ , κεραμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμικῶν — κεραμικός of fem gen pl κεραμικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμικόν — κεραμικός of masc acc sg κεραμικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμικαί — κεραμικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμικοῖς — κεραμικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμικοί — κεραμικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμικοῦ — κεραμικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμικῆς — κεραμικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”